- κωνειάζομαι
- κωνειάζομαι (Α) [κώνειον]1. δηλητηριάζομαι με κώνειο («προσέταττεν... ὁ νόμος τοὺς ὑπὲρ ἑξήκοντα ἔτη γεγονότας κωνειάζεσθαι», Στράβ.)2. (το θηλ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Κωνειαζόμεναιτίτλος κωμωδίας τού Μενάνδρου.
Dictionary of Greek. 2013.